βοσκηματώδης

Revision as of 12:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ες, brutish, bestial, θηριῶδες καὶ β. Str.5.2.7, cf. Ocell.4.14, M Ant.4.28; ἀναίσθητος καὶ β. Aristid Quint.2.6: coupled with ζῳ ώδης, Iamb.Protr.21.ιέ; β. ἔννοιαι Procl.in Cra.p.68P.

Spanish (DGE)

-ες
bestialunido a θηριώδης Str.5.2.7, M.Ant.4.28, Ocell.57, a ζῳώδης Iambl.Protr.21.15, ἀναίσθητος καὶ β. Aristid.Quint.63.7, βοσκηματώδεις ἔχοντες περὶ θεῶν ἐννοίας teniendo sobre los dioses ideas muy extravagantes Procl.in Cra.68.

German (Pape)

[Seite 454] ες, viehmäßig, Strab. 5, 5. 7 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βοσκηματώδης: -ες, (εἶδος) κτηνώδης, θηριῶδες καὶ β. Στράβ. 224.

Greek Monolingual

βοσκηματώδης, -ες (AM) βόσκημα
αυτός που ταιριάζει σε βοσκήματα, ζωώδης.