βραχύβιος

Revision as of 12:08, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, short-lived, Pl.R.546a, Arist.HA494a1, etc.: Comp., Hp.Art.41, Arist.HA501b23; of plants, Thphr.HP4.13.1 (= χειλιδύνιον μέγα, Ps.-Dsc.2.180): Sup. -ώτατος Str.16.4.12.

Spanish (DGE)

-ον
1 de corta vida de pers., Hp.Art.41, Pl.R.546a, D.S.3.29, de animales, Arist.HA 494a1, 501b23, Str.16.4.12, de plantas, Thphr.CP 2.11.7 (= Democr.A.162), Thphr.HP 4.13.1, β. ζωή Mac.Aeg.Serm.B 25.1.4.
2 subst., bot. ἡ β. otro n. de la celidonia Ps.Dsc.2.180.

German (Pape)

[Seite 462] von kurzcm Leben, Plat. Rep. VIII, 546 a u. Folgde; comp., Arist. H. A. 2, 3; superl., Strab.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχύβιος: -ον, ὁ βραχὺν ἔχων βίον, ὀλιγόζωος, Πλάτ. Πολ. 546A, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 15, 4, κτλ.· -συγκρ., Ἱππ. Ἄρθρ. 807, Ἀριστ.· -οὐσιαστ. βρᾰχῠβιότης, ητος, ἡ βραχυχρονιότης ζωῆς, Ἀριστ. Προβλ. 34. 10 (ἔγραψεν ὡσαύτως καὶ περὶ μακρο- καὶ βραχυβιότητος)· ἐπὶ φυτῶν, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 13, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la vie est courte.
Étymologie: βραχύς, βίος.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM βραχύβιος, -ον)
αυτός που έχει σύντομη ζωή, λιγόζωος.

Greek Monotonic

βρᾰχύβιος: -ον, αυτός που έχει σύντομη ζωή, βραχύ βίο, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχύβιος: недолго живущий, недолговечный Plat., Arst.

Middle Liddell

short-lived, Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραχύβιος -ον βραχύς, βίος kort levend.

English (Woodhouse)

short-lived