βλητέον
English (LSJ)
one must throw or put, Ev.Marc.2.22.
Spanish (DGE)
hay que echar, hay que verter οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς β. Eu.Marc.2.22 (ap. crít.), en recetas εἰ δὲ ῥέοι γαστήρ, μὴ β. κολοκυνθίδα Paul.Aeg.7.18.14, cf. Gal.13.635
•fig. τὸν ... τῆς ἀληθείας νοῦν εἰς τὸν καινὸν ἄνθρωπον β. Basil.M.29.337B.
Greek (Liddell-Scott)
βλητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ῥίψῃ ἢ θέσῃ, Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. β΄ 22.
Greek Monotonic
βλητέον: ρημ. επίθ. του βάλλω, πρέπει κανείς να ρίψει, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
βλητέον: NT adj. verb. к βάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλητέον, adj. verb. van βάλλω, men moet werpen:. οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς βλητέον men moet jonge wijn in nieuwe zakken gieten NT Luc. 5.38.