βλητέον

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλητέον Medium diacritics: βλητέον Low diacritics: βλητέον Capitals: ΒΛΗΤΕΟΝ
Transliteration A: blētéon Transliteration B: blēteon Transliteration C: vliteon Beta Code: blhte/on

English (LSJ)

one must throw or put, Ev.Marc.2.22.

Spanish (DGE)

hay que echar, hay que verter οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς β. Eu.Marc.2.22 (ap. crít.), en recetas εἰ δὲ ῥέοι γαστήρ, μὴ β. κολοκυνθίδα Paul.Aeg.7.18.14, cf. Gal.13.635
fig. τὸν ... τῆς ἀληθείας νοῦν εἰς τὸν καινὸν ἄνθρωπον β. Basil.M.29.337B.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλητέον, adj. verb. van βάλλω, men moet werpen:. οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς βλητέον men moet jonge wijn in nieuwe zakken gieten NT Luc. 5.38.

Russian (Dvoretsky)

βλητέον: NT adj. verb. к βάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

βλητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ῥίψῃ ἢ θέσῃ, Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. β΄ 22.

Greek Monotonic

βλητέον: ρημ. επίθ. του βάλλω, πρέπει κανείς να ρίψει, σε Καινή Διαθήκη