βᾶμα
English (LSJ)
Aeolic and Doric for βῆμα.
Spanish (DGE)
v. βῆμα.
Greek (Liddell-Scott)
βᾶμα: τό, Δωρ. ἀντὶ βῆμα, Πίνδ.
French (Bailly abrégé)
dor. c. βῆμα.
English (Slater)
βᾱμα step βάματι δ' ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ sc. Ἀπόλλων (P. 3.43)
Greek Monotonic
βᾶμα: τό, Δωρ. αντί βῆμα.
Russian (Dvoretsky)
βᾶμα: дор. = βῆμα.