αὐτημερόν

Revision as of 12:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

Ion. for αὐθημερόν, Hdt.2.122.

Spanish (DGE)

v. αὐθημερόν.

French (Bailly abrégé)

ion. c. αὐθημερόν.

Greek Monolingual

αὐτημερόν επίρρ. (Α)
αυθημερόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του αυθημερόν].

Greek Monotonic

αὐτημερόν: Ιων. αντί αὐθ-ημερόν.

Russian (Dvoretsky)

αὐτημερόν: adv. ион. Her. = αὐθημερόν и αὐτῆμαρ.