Ion. for αὐθημερόν, Hdt.2.122.
v. αὐθημερόν.
ion. c. αὐθημερόν.
αὐτημερόν επίρρ. (Α)αυθημερόν.[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του αυθημερόν].
αὐτημερόν: Ιων. αντί αὐθ-ημερόν.
αὐτημερόν: adv. ион. Her. = αὐθημερόν и αὐτῆμαρ.