βουπομπός
English (LSJ)
όν, celebrated with a procession of oxen, ἑορτή Pi.Fr.193.
Spanish (DGE)
-όν
celebrado con una procesión de toros ἑορτά Pi.Fr.193.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
βουπομπός: -όν, ἑορταζόμενος διὰ πομπῆς βοῶν, ἑορτὴ Πίνδ. Ἀποσπ. 205.
English (Slater)
βουπομπός, -ον
1 with a procession of oxen (for sacrifice) πενταετηρὶς ἑορτὰ βουπομπός (a sacrifice of oxen opened the Pythian Games) fr. 193.
Greek Monolingual
βουπομπός, ο (Α)
φρ. «βουπομπὸς ἑορτή» — εορτή με πομπή βοδιών.
Russian (Dvoretsky)
βουπομπός: справляемый с участием священных быков (ἑορτά Pind.).