ἀβίοτος

Revision as of 12:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, making life unliveable, κατακονὰ ἀ. βίου, ἀ. βίου τύχα E.Hipp.821,868; βίοτος AP9.574 (v.l. κοὐ βίοτον).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰβῐ-]
que hace imposible vivir κατακονά ἀβίοτος βίου E.Hipp.821, ἄχος E.Io 764.

German (Pape)

[Seite 3] βίοτος, Ep. ad. 653 (IX, 574), = ἀβίωτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβίοτος: -ον, ποιητ. = τῷ ἀβίωτος, κατακονά ἀβίοτος βίου, ἀβίοτος βίου τύχα, Εὐρ. Ἱππ. 821, 867, ἔνθα πρότερον ἀνεγινώσκετο ἀβίωτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀβίωτος.

Greek Monotonic

ἀβίοτος: -ον = ἀβίωτος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀβίοτος: Eur. = ἀβίωτος.