ἀκατάτριπτος
English (LSJ)
ον, inexhaustible, Plb.3.89.9; not wearing out, Gal.UP1.15.
Spanish (DGE)
-ον
1 inagotable ἀκατάτριπτα χορήγια καὶ χειρῶν πλῆθος Plb.3.89.9.
2 sin desgaste εὐκίνητός τε ἅμα καὶ ἀ. ἅπασα διάρθρωσις τῶν ὀστῶν Gal.3.42
•incólume γλῶττα Pall.H.Laus.21.3.
3 inextricabilis, Gloss.2.81.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάτριπτος: -ον, ὁ μὴ φθειρόμενος διὰ τῆς τρίψεως, Πολύβ. 3. 89, 9.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάτριπτος: неисчерпаемый, неистощимый (χειρῶν πλῆθος Polyb.).