ἀμφιπλίξ

Revision as of 12:56, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

Adv. astride: hence, gripping with coils, of serpents, S.Fr.596.

Spanish (DGE)

adv. retorcido, enroscado δράκοντε θαιρὸν ἀμφιπλὶξ εἰληφότε dos serpientes enroscadas al eje del carro entregado por Deméter a Triptólemo, S.Fr.596.

German (Pape)

[Seite 142] umschreitend, mit ausgespreizten Schenkeln, VLL. aus Soph. Triptol. frg. 538.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπλίξ: ἐπίρρ., μὲ πλῆρες βῆμα, μὲ μακροὺς βηματισμούς, διασκελισμούς, Σοφ. Ἀποσπ. 538.

Greek Monolingual

ἀμφιπλίξ επίρρ. (Α)
1. ιππαστί, καβαλικευτά, με ανοιχτά σκέλη
2. (για ερπετά) αρπάζοντας κάτι με κουλουριάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πλίξ «βήμα» < πλίσσομαι «βαδίζω με μεγάλο διασκελισμό»].