πλίσσομαι

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλίσσομαι Medium diacritics: πλίσσομαι Low diacritics: πλίσσομαι Capitals: ΠΛΙΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: plíssomai Transliteration B: plissomai Transliteration C: plissomai Beta Code: pli/ssomai

English (LSJ)

aor. 1 ἐπλιξάμην (ἀπ-) Ar.Ach.218: pf. πέπλιγμαι (δια-) Archil.58:—cross the legs, as in trotting, εὖ μὲν τρώχων, εὖ δὲ πλίσσοντο πόδεσσιν well they galloped, well they trotted, Od.6.318:—Act., ἵνα πλίσσωσιν ὁμαρτῇ cj. in Call.Dian.243; cf. πλίξαντα· διαναβάντα καὶ ἀναστάντα καὶ διαβάντα, Hsch. (πλήξ-cod.).

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. épq. πλίσσοντο;
écarter les jambes pour marcher ; avoir une bonne allure.
Étymologie: R. Πλεκ, plier ; cf. lat. plico.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλίσσομαι rennen, draven (met de benen ver uit elkaar, met grote passen).

Russian (Dvoretsky)

πλίσσομαι: (эп. 3 л. pl. impf. πλίσσοντο) перебирать (ногами), ступать: εὖ π. πόδεσσι Hom. бежать бодрой рысью.

English (Autenrieth)

only ipf., strode out, Od. 6.318†.

Greek Monotonic

πλίσσομαι: αόρ. αʹ ἐπλιξάμην, παρακ. πέπλιγμαι· σταυρώνω τα πόδια, όπως στο τρέξιμο, πλίσσοντο πόδεσσιν, έτρεχαν, σε Ομήρ. Οδ.· ως συνθ., ἂν ἀπεπλίξατο, θα είχαν φύγει μακριά, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πλίσσομαι: ἀόρ. αϳ ἐπλιξάμην· πρκμ. πέπλιγμαι (δια-) Ἀρχίλ. 52· ἀποθ. Βηματίζω μεταφέρων σκέλος παρὰ σκέλος, βάδην διατρέχω, ἐντεῦθεν ἐπὶ ἵππων ἢ ἡμιόνων (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργ. sinuatque alterna volumina crurum), εὖ μὲν τρώχων, εὖ δὲ πλίσσοντο πόδεσσιν, καλῶς δὲ βάδην διέτρεχον, Ὀδ. Ζ. 318· οὕτως ἐν συνθέσει, ἐλαφρῶς ἂν ἀπεπλίξατο, μετ’ ἐλαφρότητος ἤθελε διαδράμῃ βάδην, Ἀριστοφ. Ἀχ. 218· πρβλ. πλίγμα, ἀμφιπλίξ, διαπλίσσομαι, περιπλίσσομαι. (Ἴσως συγγενὲς τῷ πλέκω, Λατ. plico.) ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θϳ, σ. 155 κἑξ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to strike out, to sprawl one's legs (ζ 318).
Other forms: Aor. ἀπεπλίξατο removed (himself) in great jumps (Ar.), πλίξαντα διαναβάντα H., perf. δια-πεπλιγμένος with legs spread out (Archil.), περι πλίσσομαι with legs laid around (Stratt.), περιπεπλίχθαι διηλλαχέναι τὰ σκέλη ἀσχημόνως H., act. δια-πεπλιχός (στόμα) standing open (Hp.), fut. pass. καταπλιγήσει (Ar. Fr. 198, 3), after H. = κατακρατηθήσῃ.
Compounds: ἐκ- πλίσσομαι gaping, of a wound etc. (Hp.), ἀμφι-πλίσσω (Poll.), διαπλίσσοντες (v.l. Ψ 120).
Derivatives: πλίξ = βῆμα (sch.; Dor.), πλιχ-άς, -άδος f. perineum, inside of the thighs (medic.), πλίγμα n. sprawling, perineum (Hp., H., EM); ἀμφι-πλίξ adv. with sprawled legs (S. Fr. 596), περι- πλίσσομαι περιειληφώς H., περιπλίγδην περιβάδην H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Unconvincing hypothesis by Prellwitz KZ 47, 188 (s. WP. 2, 91 and W.-Hofmann s. placeō); by Pedersen Vergl. Gramm. 1, 84: to OIr. sliassait f. shank and Skt. (Dhātup.) plehate go; on this (also WP. 2, 684 and Pok. 1000) also Mayrhofer s. v. (rejecting); by Pisani Mél. Boisacq 2, 181 ff. (w. extensive treatment): to OCS plęsati, Russ. pljasátь etc. dance. Older lit. in Bq and Schwyzer 692.

Middle Liddell

to cross the legs, as in trotting, πλίσσοντο πόδεσσιν they trotted, Od.; in comp., ἂν ἀπεπλίξατο would have trotted off, Ar.

Frisk Etymology German

πλίσσομαι: {plíssomai}
Forms: Aor. ἀπεπλίξατο machte sich in großen Sprüngen davon (Ar.), πλίξαντα· διαναβάντα H., Perf. διαπεπλιγμένος mit gespreizten Beinen (Archil.), περι ~ mit ringsherumgelegten Beinen (Stratt.), περιπεπλίχθαι· διηλλαχέναι τὰ σκέλη ἀσχημόνως H., Akt. διαπεπλιχός (στόμα) offenstehend (Hp.), Fut. Pass. καταπλιγήσει (Ar. Fr. 198, 3), nach H. = κατακρατηθήσῃ.
Grammar: v.
Meaning: die Beine ausspreizen, ausschreiten (ζ 318),
Composita: ἐκ- ~ auseinanderklaffen, von einer Wunde (Hp.), ἀμφιπλίσσω (Poll.), διαπλίσσοντες (v.l. Ψ 120),
Derivative: Davon πλίξ = βῆμα (Sch.; dor.), πλιχάς, -άδος f. die Spreize, die Stelle zwischen den Schenkeln (Mediz.), πλίγμα n. das Spreizen, die Spreize (Hp., H., EM); ἀμφιπλίξ Adv. mit gespreizten Beinen (S. Fr. 596), περι- ~· περιειληφώς H., περιπλίγδην· περιβάδην H.
Etymology: Unerklärt. Unbefriedigende Hypothesen von Prellwitz KZ 47, 188 (s. WP. 2, 91 und W.-Hofmann s. placeō); von Peder- sen Vergl. Gramm. 1, 84: zu air. sliassait f. Schenkel und aind. (Dhātup.) plehate gehen; dazu (außer WP. 2, 684 und Pok. 1000) auch Mayrhofer s. v. (ablehnend); von Pisani Mél. Boisacq 2, 181 ff. (m. ausführlicher Beh.): zu aksl. plęsati, russ. pljasátь usw. tanzen. Ält. Lit. auch bei Bq und Schwyzer 692.
Page 2,563