βήμα

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

το (AM βῆμα, Μ και βῆμαν, Α και βᾱμα, δωρ. τ.)
1. η κάθε κίνηση του ποδιού ενός που βαδίζει
2. περπάτημα, περπατησιά, τρόπος βαδίσματος
3. «το Άγιο Βήμα» — το εσώτατο μέρος του χριστιανικού ναού, στο οποίο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα
4. το βάθρο από το οποίο μιλάει κανείς
νεοελλ.
1. πληθ. βήματα
ο ήχος των βημάτων
2. φρ. α) «πάει με το βήμα» ή «... βήμα, βήμα» — πάει σιγά, σιγά
β) «δυο βήματα» — πολύ μικρή απόσταση
γ) «με ακολουθεί κατά βήμα» — παρακολουθεί όλες τις κινήσεις και τις ενέργειες μου
αρχ.-μσν.
1. τόπος ειδωλολατρικής λατρείας
2. έδρα δικαστή
αρχ.
1. μονάδα μήκους
2. η θυμέλη του θεάτρου
3. βάση αγάλματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βᾱ- / βη- (πρβλ. έ- βη- ν) < gwā- (του ρ. βαίνω) + (επίθημα) -μα. Στην Αρχαία χρησιμοποιούνταν συνήθως με τη σημ. «βήμα (ρήτορα)» και αναφερόταν, κατά κύριο λόγο, στην Πνύκα. Η λ. βήμα έχει την ακριβή μορφολογική και φωνητική της αντιστοιχία στο αβεστ. gāman.
ΠΑΡ. βηματίζω
νεοελλ.
βηματάρης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βημόθυρο(ν)- μσν. βημόθυρα
νεοελλ.
βηματοδρομία
(Β' συνθετικό) διάβημα
αρχ.
επίβημα, πρόβημα.