ἀναγκαστήρ

Revision as of 13:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, one that constrains, ἀ. ἄτρακτοι the constraining spindles of Fate, IG12(7).447 (Amorgos).

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
• Grafía: graf. ἀνανκ-
forzoso, fatal ἀ. ἄτρακτοι de las Parcas IG 12(7).447 (Amorgos I a.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγκαστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἐπιφέρων βίαν, ἐπιβάλλων ἀνάγκην, ἀναγκ. ἄτρακτοι, τῆς Μοίρας δηλ., Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 227. 7.

Greek Monolingual

ἀναγκαστήρ, ο (Α)
αυτός που εξαναγκάζει, που επιβάλλει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναγκαστήριος.