ἀνθυπατικός

Revision as of 13:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ή, όν, A proconsular, ἐξουσία D.C.58.7. 2 ἀ. δεκαδαρχία the body of military tribunes which took the place of the consulate, Plu.2.277f.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 proconsular τήν τε ἀνθυπατικὴν ἐξουσίαν αὐτῷ ἔδωκαν D.C.58.7.4.
2 ἀ. δεκαδαρχία tribuni militum consulari potestate, colegio de diez tribunos militares con prerrogativas de cónsul Plu.2.277f.
3 neutr. subst. τὸ ἀνθυπατικόν el archivo proconsular, TAM 3.1.657.

German (Pape)

[Seite 235] proconsularisch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυπατικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀνθυπάτου, ἀνθυπατικῆς ἐξουσίας Δίων Κ. 58. 7· παρὰ Βυζ. ὡσαύτως ἀνθυπατιανός, ή, όν. 2) ἀνθυπατικὴ δεκαδαρχία, τὸ σωματεῖον τῶν χιλιάρχων (tribuni militares), οἵτινες εἶχον ὑπατικὴν ἐξουσίαν, Πλούτ. 2. 277Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
proconsulaire.
Étymologie: ἀνθύπατος.

Greek Monolingual

ἀνθυπατικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει στον ανθύπατο
2. «ανθυπατική δεκαδαρχία» (Πλούταρχος)
το σώμα των χιλιάρχων που είχε αναλάβει υπατικές εξουσίες.

Greek Monotonic

ἀνθυπᾰτικός: -ή, -όν, ανθυπατικός.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθυπᾰτικός: проконсульский Plut.

Middle Liddell

[from ἀνθύπατος
proconsular.