ἀνεπίφραστος

Revision as of 13:38, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, unthought of, δύαι Semon.1.21.

Spanish (DGE)

-ον inesperado δύαι Semon.2.21.

German (Pape)

[Seite 225] unbemerkt, unvermuthet, Simon.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίφραστος: -ον, ἀπαρατήρητος, ἀπροσδόκητος, δύαι Σιμων. Ἰαμβ. 1. 21.

Greek Monolingual

ἀνεπίφραστος, -ον (Α)
1. απαρατήρητος
2. απροσδόκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιφράζομαι «παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι»].