ἀτέχναστος
English (LSJ)
ον, artless, Them.Or.2.39d.
Spanish (DGE)
-ον no artificioso παραμύθια Them.Or.2.39d.
German (Pape)
[Seite 385] ungekünstelt, Themist. or. 2 p. 39 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτέχναστος: -ον, ἄτεχνος, Θεμίστ. 39D.
Greek Monolingual
και ατέχνευτος, -η, -ο (Α ἀτέχναστος, -ον)
νεοελλ.
ο απονήρευτος
αρχ.
ο χωρίς τέχνη, ο φυσικός.