απονήρευτος

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀπονήρευτος, -ον)
άδολος, άκακος
νεοελλ.
απλοϊκός, αφελής.