απονήρευτος
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
-η, -ο (Μ ἀπονήρευτος, -ον)
άδολος, άκακος
νεοελλ.
απλοϊκός, αφελής.