ἀσχαδής

Revision as of 15:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ές, (σχάζω) not to be restrained, A.Fr.418.

Spanish (DGE)

(ἀσχᾰδής) -ές irreprimible s. cont., A.Fr.418.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσχᾰδής: -ές, (σχάζω) ἀκατάσχετος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 363, πρβλ. Ἡσύχ. ἔνθα ἑρμηνεύεται «ἀμετάσχετος».

Greek Monolingual

ἀσχαδής, -ές (Α) σχάζω
ακατάσχετος, ασυγκράτητος.