ἀστραγαλιστικός

Revision as of 15:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ή, όν, of the dice, βόλος Eust.1397.47.

Spanish (DGE)

-όν de tabas, βόλος Eust.1397.47.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρᾰγᾰλιστικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀστραγάλου, ἀνήκων εἰς τὸν ἀστράγαλον, καί τις βόλος ἀστραγαλιστικὸς κύων ἐκαλεῖτο Εὐστ. 1397. 47.

Greek Monolingual

ἀστραγαλιστικός, -ή, -όν (Α) αστραγαλίζω
ο σχετικός με αστραγάλους.