ἁλάτιον

Revision as of 15:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

τό, Dim. of ἅλας, Aesop.322b, Aët. 3.109.

Spanish (DGE)

-ου, τό
medic. dosis de sal como remedio medicinal ἁλάτια πεπτικά Alex.Trall.2.577.1, ἁ. ὑπακτικά Aët.3.110, ἁ. καθαρτικά Paul.Aeg.7.5.12, cf. IG 42.123.60 (III a.C.), Alex.Trall.1.399.11.

German (Pape)

[Seite 90] τό, eigtl. dim. von ἅλας, Salz, Aes. fab. 122; auch ein Arzneimittel.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἅλας, Αἴσωπ., πρβλ. τὸ τῆς κοιν. «ἁλάτι.»

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
un peu de sel.
Étymologie: ἅλας.

Greek Monolingual

ἁλάτιον, το (AM)
υποκορ. του ἅλας. 1. αλατάκι
2. φάρμακο (με βάση το αλάτι) εναντίον της αμβλυωπίας.

Greek Monotonic

ἁλάτιον: τό, υποκορ. του ἅλας, σε Αίσωπ.

Middle Liddell

[Dim. of ἅλας, salt, Aesop.]