ἐγκαταφλέγω

Revision as of 15:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

burn in, βόθροις Gp.9.6.3.

Spanish (DGE)

quemar en φρύγανα καὶ κάλαμον ... τοῖς βόθροις Gp.9.6.3
fig. consumir en v. pas. οἱονεὶ πυρὶ τοῖς σπλάγχνοις ἐγκαταφλέγεσθαι ser consumido en las entrañas como por un fuego Gr.Nyss.Hom.Opif.M.44.220B.

German (Pape)

[Seite 706] darin verbrennen. Geop.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταφλέγω: μέλλ. -ξω, καταφλέγω, κατακαίω ἐντός τινος, ἐγκαταφλέξομεν τοῖς βόθροις Γεωπ. 9. 6, 2.

Greek Monolingual

ἐγκαταφλέγω (Μ)
κατακαίω κάτι μέσα σε κάποιον χώρο («ἐγκαταφλέξομεν τοῖς βόθροις»).