ἔκκρουστος

Revision as of 16:31, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, beaten out, embossed, A.Th.542.

Spanish (DGE)

-ον
abultado, en relieve, repujado λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμας de la Esfinge en un escudo, A.Th.542.

German (Pape)

[Seite 765] herausgeschlagen, von getriebener Arbeit, Aesch. Spt. 524.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκκρουστος: -ον, ἀποκρουσθείς: ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 542, φαίνεται ὅτι ἔχει τὴν ἔννοιαν τοῦ ἔκτυπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
repoussé, travaillé en relief.
Étymologie: ἐκκρούω.

Greek Monolingual

ἔκκρουστος, -ον (AM)
έκτυπος, ανάγλυφος.

Greek Monotonic

ἔκκρουστος: -ον, αυτός που έχει δεχτεί χτυπήματα, που έχει αποκρουσθεί, ανάγλυφος, σφυρήλατος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκκρουστος: изображенный в виде рельефа, чеканной работы (δέμας, sc. Σφιγγός Aesch.).

Middle Liddell

ἔκκρουστος, ον
beaten out, embossed, Aesch.