διαλλακτήρ

Revision as of 18:18, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, mediator, A.Th.908 (lyr.), OGI 43.2 (iii B.C.), D.H.2.76, App.Mac.4, Poll.1.153.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
1 conciliador, mediador διαλλακτῆρι δ' οὐκ ἀμεμφεία φίλοις el conciliador no (deja de merecer) el reproche de sus amigos A.Th.908.
2 polít. y jur. árbitro, mediador δικαστὰς καὶ διαλλ[ακτῆρας τοὺ] ς διακρι<ν>οῦντας περὶ τῶν ἀμφ[ισβητουμέν] ων συμβολαίων ICos ED 129.2 (III a.C.), εἴ τις αὐτοῖς πρὸς ἀλλήλους συνέστη πόλεμος διαλλακτῆρας ἐποιοῦντο Ῥωμαίους D.H.2.76, cf. App.Mac.4.

German (Pape)

[Seite 587] ῆρος, ὁ, Aussöhner, Friedensstifter, Aesch. Spt. 908; Dion. Hal. 2, 76.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
conciliateur, médiateur, arbitre.
Étymologie: διαλλάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

διαλλακτήρ: ὁ, μεσίτης πρὸς διαλαγήν, συνδιαλλακτής, Ἡρόδ. 4. 161, Αἰσχύλ. Θήβ. 908.

Greek Monotonic

διαλλακτήρ: ὁ, διαμεσολαβητής, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

διαλλακτήρ: ῆρος ὁ Aesch. = διαλλακτής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαλλακτήρ -ῆρος, ὁ [διαλλάττω] bemiddelaar.

Middle Liddell

[from διαλάσσω]
a mediator, Hdt., Aesch.

English (Woodhouse)

arbitrator