árbitro
From LSJ
Spanish > Greek
διαχωριστής, αἰσυμνήτης, βραβευτής, διαιτός, διαλλακτής, διαλλακτήρ, ἔκκλητος, διαιτητής, βραβεύς, διαιτατήρ, ἀγωνοθέτης, διαστάτης, ἀκουστής, ἀκροατής, διαγνώμων
διαχωριστής, αἰσυμνήτης, βραβευτής, διαιτός, διαλλακτής, διαλλακτήρ, ἔκκλητος, διαιτητής, βραβεύς, διαιτατήρ, ἀγωνοθέτης, διαστάτης, ἀκουστής, ἀκροατής, διαγνώμων