αἰψηροκέλευθος

Revision as of 19:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, swift-speeding, epithet of Boreas, Hes. Th.379, Poet. ap. Apollod.3.4.4.

Spanish (DGE)

-ον
de rápido paso, de veloz andadura de Bóreas, Hes.Th.379, de Bóreas, uno de los perros de Acteón Epic.Alex.Adesp.1.9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la marche rapide.
Étymologie: αἰψηρός, κέλευθος.

Greek (Liddell-Scott)

αἰψηροκέλευθος: -ον, ὁ ταχέως, ὁρμητικῶς κινούμενος, ἐπίθ. τοῦ Βορέου, Ἡσ. Θ. 379.

Greek Monolingual

αἰψηροκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που κινείται βίαια, γρήγορα, ο ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰψηρός + κέλευθος.

Greek Monotonic

αἰψηροκέλευθος: -ον, αυτός που κινείται αστραπιαία, ορμητικά, λέγεται για τον Βορέα, δηλ. την προσωποποίηση του βορείου ανέμου, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

αἰψηροκέλευθος: быстрый, стремительный (Βορέης Hes.).

Middle Liddell


swift-speeding, of Boreas, Hes.