γλύφανος
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, (γλύφω) tool for carving, knife, chisel, h.Merc.41, Theoc.1.28; γ. καλάμου pen-knife, AP6.63 (Damoch.).
Spanish (DGE)
(γλύφᾰνος) -ου, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
cincel, buril, h.Merc.41, Theoc.1.28, EM 235.15G.
•cortaplumas γ. καλάμου AP 6.63 (Damoch.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ciseau, burin.
Étymologie: γλύφω.
Greek (Liddell-Scott)
γλύφᾰνος: ὁ, (γλύφω) ἐργαλεῖον γλυφῆς, σμίλη, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 41, Θεόκρ. 1. 28· γλ. καλάμου, κονδυλομάχαιρον, Ἀνθ. Π. 6. 63.
Greek Monotonic
γλύφᾰνος: [ῠ], ὁ (γλύφω), εργαλείο γλυπτικής, μαχαίρι, σμίλη, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.· γλύφανος καλάμου, κονδυλομάχαιρο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γλύφᾰνος: ὁ или γλύφᾰνον (ῠ) τό HH, Theocr. = γλυπτήρ: γ. καλάμου Anth. перочинный нож.
Middle Liddell
γλύφω
a tool for carving, knife, chisel, Hhymn., Theocr.; γλ. καλάμου a pen-knife, Anth.