κονδυλομάχαιρο
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Greek Monolingual
το (Μ κονδυλομάχαιρον)
βλ. κοντυλομάχαιρο.
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
το (Μ κονδυλομάχαιρον)
βλ. κοντυλομάχαιρο.