διασκώπτω

Revision as of 19:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

jest upon, τινά dub. l. in Plu.2.82b; δεῖπνα Ath.2.55d:—Med., jest one with another, bandy jests, X.Cyr.8.4.23.

Spanish (DGE)

burlarse de, ridiculizar τῶν φιλοσόφων τὰ δεῖπνα Ath.55d, τὸ εὐνουχῶδες αὐτοῦ Philostr.VS 541, αὐτόν Philostr.VS 556, τοὺς ἀκροωμένους Sch.Ar.Ra.308D., διασκώπτων (ἐμὲ) ἐς ῥᾳθυμίαν καὶ τρόπων χαυνότητα burlándose de mi indolencia y debilidad de carácter Hdn.5.1.3.3
bromear, hacer bromas en v. pas. καὶ ταῦτα μὲν δὴ οὕτω διεσκώπτετο tales eran las bromas que se dirigían X.Cyr.8.4.23.

German (Pape)

[Seite 602] unter einander scherzen, sich gegenseitig verspotten, ταῦτα οὕτω διεσκώπτετο Xen. Cyr. 8, 4, 23.

French (Bailly abrégé)

railler, acc. ; Pass. être échangé sous forme de railleries, de plaisanteries en parl. de propos;
Moy. διασκώπτομαι plaisanter l'un avec l'autre, échanger des plaisanteries.
Étymologie: διά, σκώπτω.

Greek (Liddell-Scott)

διασκώπτω: μεταξὺ σκώπτω, κάμνω τινὰ ἀντικείμενον τῶν σκωμμάτων μου, τινὰ Πλούτ. 2. 82Β. ‒ Μέσ., ἀμοιβαίως ἀστεΐζομαι, ἀνταλλάσσω σκώμματα, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 23.

Greek Monolingual

διασκώπτω (Α)
1. σκώπτω επανειλημμένως κάποιον
2. (-ομαι) ανταλλάσσω σκώμματα με κάποιον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σκώπτω grappen uitwisselen, pass.: ταῦτα … οὕτω διεσκώπτετο zo werden over en weer deze grappen gemaakt Xen. Cyr. 8.4.23.

Russian (Dvoretsky)

διασκώπτω: вышучивать, высмеивать (τινά Plut.): ταῦτα μὲν δὴ οὕτω διεσκώπτετο Xen. так они перебрасывались шутками.