εὐδιάχυτος

Revision as of 19:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, A easily dissolved, φάρμακα ὑπὸ τῶν κοιλιῶν Arist. Pr.864a29; γῆ Thphr.CP3.2.6. 2 easily diffused, ἀήρ Placit.4.13.11. 3 flexible, Sch.Pi.P.1.17. II easily relieved, τὴν ὄρεξιν εὐ. ἔχειν Epicur.Sent.26.

German (Pape)

[Seite 1062] leicht in Fluß zu bringen, aus einander zu gießen, ὕδωρ εὐδ. κα ἀπαγὲς καὶ ἀσύστατον Plut. de prim. frig. 11; von der Luft, id.; – leicht zu verdauen, Arist. probl. 1, 42; von der Erde, locker.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à liquéfier, à dissoudre.
Étymologie: εὖ, διαχέω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάχῠτος: -ον, εὐκόλως διαλυόμενος φάρμακα Ἀριστ. Πρβλ. 1. 42· γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 2, 6· ἀὴρ Πλούτ. 2. 901Β· τὴν ὄρεξιν εὐδ. ἔχειν Διογ. Λ. 10. 149.

Greek Monolingual

εὐδιάχυτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που διαχέεται εύκολα
αρχ.
1. αυτός που καταπραΰνεται, που ανακουφίζεται εύκολα («εὐδιάχυτον τὴν ὄρεξιν ἔχουσιν», Επίκ.)
2. ο εύκαμπτος, ο ευλύγιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάχυτος (< διαχέω)].

Russian (Dvoretsky)

εὐδιάχῠτος:
1) весьма текучий (ὕδωρ Plut.);
2) легко разжижаемый, без труда растворяющийся (φάρμακα ὑπὸ τῶν χοιλιῶν и ταῖς κοιλιαῖς Arst.);
3) легко рассеивающийся (ἀήρ Plut.).