διάχυτος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Spanish (DGE)
-ου, ὁ bot. espuela de caballero, Consolida ambigua (L.) P.W. Ball et Heywood, Ps.Dsc.3.73.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM -ος, -ον)
ο διασκορπισμένος σ' όλες τις κατευθύνσεις
νεοελλ.
αισθητός, αντιληπτός, ολοφάνερος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το διάχυτο
είδος κρασιού αποτελούμενο εν μέρει από ξερά σταφύλια.