v. κάμνω.
κέκμηκα: πρκμ. τοῦ κάμνω.
κέκμηκα: παρακ. του κάμνω· Επικ. μτχ. κεκμηώς, -ῶτος.
κέκμηκα: pf. к κάμνω.