κεκμηώς

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεκμηώς Medium diacritics: κεκμηώς Low diacritics: κεκμηώς Capitals: ΚΕΚΜΗΩΣ
Transliteration A: kekmēṓs Transliteration B: kekmēōs Transliteration C: kekmios Beta Code: kekmhw/s

English (LSJ)

ότος and ῶτος, Ep. pf. part. Act. of κάμνω. κέκνακεν· ὑπὸ κακῶν ἀπειρήκει, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ῶτος;
mais acc. pl. κεκμηότας;
part. pf. épq. de κάμνω.

Russian (Dvoretsky)

κεκμηώς: ῶτος эп. part. pf. к κάμνω.

Greek (Liddell-Scott)

κεκμηώς: ότος καὶ ῶτος, Ἐπικ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ κάμνω.

English (Autenrieth)

see κάμνω.

Greek Monolingual

κεκμηώς, -ότος και -ώτος (Α)
επικ. τ. μτχ. ενεργ. παρακμ. του κάμνω, αντί κεκμηκώς.