καλλιφωνία

Revision as of 21:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, A beauty of sound or pronunciation, D.H.Rh.1.5, 4.1, Luc.Pisc.22. 2 Gramm., euphony, D.T. (Suppl.) 675.14.

German (Pape)

[Seite 1311] ἡ, schöne Sprache, Wohllaut; D. Hal. rhet. 1, 5 Luc. Pisc. 22 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
belle voix, son agréable.
Étymologie: καλλίφωνος.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιφωνία: ἡ, ὡς τὸ εὐφωνία, ἀντίθ. τῷ κακοφωνία καὶ δυσφωνία, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 1. 5., 4. 1, Λουκ. Ἁλ. 22. 2) λαμπρότης φωνῆς Ἐπιφάν. 1. 564Α.

Greek Monolingual

η (AM καλλιφωνία) καλλίφωνος
1. η γλυκύτητα του ήχου ή της προφοράς, η ωραία φωνή
2. η ευφωνία.

Greek Monotonic

καλλιφωνία: ἡ, μελωδικότητα φωνής, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐφωνία:красивое произношение, благозвучие Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιφωνία -ας, ἡ [καλλίφωνος] fraaie (woord)klank.

Middle Liddell

καλλιφωνία, ἡ,
beauty of sound, Luc. [from καλλίφωνος