λαμπρότης
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A brilliancy, luminosity, splendour, splendor, λαμπρότης καὶ τάξις τοῦ στρατεύματος X.An.1.2.18; of a horse, Id.Eq.11.9; of arms, Plb.11.9.1, Arr.An.1.14.4.
2 clearness, distinctness, Plu.Phil.11.
II metaph., brilliancy, splendour, Hdt.2.101; ἡ παραυτίκα λαμπρότης Th.2.64, cf. 7.69; ἀπὸ οἵας λαμπρότητος… ἐς οἵαν… τελευτὴν ἀφῖκτο Id.7.75, cf. 6.31: pl., λαμπρότητες = distinctions, τιμαὶ καὶ λαμπρότητες Id.4.62; ἔν τινος λαμπρότητι in distinction for a thing, Id.6.16; λαμπρότης τῶν πράξεων D.S.16.66, cf. Arr. An.2.7.7.
2 munificence, D.21.158.
3 brilliancy of style, Plu. 2.25b; λαμπρότητες τοῦ λόγου, ornaments of discourse, Lat. lumina orationis, Philostr.VS 1.23.2.
4 λαμπρότης ψυχῆς = magnanimity, Plb.32.8.1, D.S.4.40.
5 as a title, ἡ σὴ λαμπρότης = your excellency, your Serenity, your Serene Highness, PGrenf.1.59 (v/vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 13] ητος, ἡ, Glanz, καὶ τάξις τοῦ στρατεύματος Xen. An. 1, 2, 18; καὶ κόσμοι Plut. Them. 8; τῶν ὅπλων Pol. 11, 9, 1; – Ruhm, Ansehen, Her. 2, 101; καὶ τιμαί Thuc. 4, 62; καὶ αὔχημα 7, 75; Folgde; τῶν πράξεων D. gie. 16, 66; – Glanz u. Pracht im Aufwande, Dem. 21, 158; auch Glanz der Rede, Rhett.; von der Stimme, Plut. Philop. 11; – ψυχῆς, Seelengröße, Pol. 32, 23, 1; D. Sic. 4, 40.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
I. éclat, splendeur ; p. anal. en parl. de la voix éclat, force;
II. fig.
1 aspect brillant, belle apparence;
2 éclat, distinction, gloire, honneur;
3 magnificence, générosité.
Étymologie: λαμπρός.
Russian (Dvoretsky)
λαμπρότης: ητος ἡ
1 сияние, яркость (ἡλίου NT);
2 блеск, сверкание (τῶν ὅπλων Polyb.);
3 великолепие, прекрасный вид (τοῦ στρατεύματος, τοῦ ἵππου Xen.);
4 блистательность, величие (ψυχῆς Polyb.; τῶν πράζεων Diod.);
5 слава, знатность (λ. καὶ τιμαί Thuc.);
6 чистота, ясность (φωνῆς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
λαμπρότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, λ. καὶ τάξις τοῦ στρατεύματος Ξεν. Ἀν. 1. 2, 18· ἐπὶ ἵππου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 11. 9· ἐπὶ ὅπλων, Ἀρρ. Ἀν. 1. 14, 4. 2) εὐκρίνεια, φωνῆς Πλουτ. Φιλοπ. 11. ΙΙ. μεταφ., κατ’ οὐδὲν εἶναι λαμπρότητος Ἡρόδ. 2. 101· ἡ παραυτίκα λ. Θουκ. 2. 64, πρβλ. 7. 69· ἀπὸ οἵας λαμπρότητος... ἐς οἵαν... τελευτὴν ἀφῖκτο ὁ αὐτ. ἐν 7. 75, πρβ. 6. 31· - ἐν τῷ πληθ., διακρίσεις, ὁ αὐτ. ἐν 4. 62· ἔν τινος λαμπρότητι, διακεκριμένος ἐπί τινι, ὁ αὐτ. ἐν 6. 61· λ. τῶν πράξεων Διόδ. 16. 66, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 2. 7, 7. 2) μεγαλοπρεπὴς τρόπος, μεγαλοδωρία, Δημ. 565. 22. 3) μεγαλοπρέπεια, μεγαλεῖον γλώσσης, Πλούτ. 2. 25Β· λαμπρότητες τοῦ λόγου, Λατ. lumina orationis, Φιλόστρ. 527. 4) λ. ψυχῆς, μεγαλοψυχία, Πολύβ. 32. 23, 1, πρβλ. Διόδ. 4. 40. 5) ὡς τίτλος, ἡ σὴ λ., ἡ ἐκλαμπρότης σου, Βυζ.
English (Strong)
from λαμπρός; brilliancy: brightness.
English (Thayer)
λαμπρότητος, ἡ, brightness, brilliancy: τοῦ ἡλίου, Herodotus (metaphorically) down.)
Greek Monolingual
λαμπρότης, -ητος, ἡ (AM)
βλ. λαμπρότητα.
Greek Monotonic
λαμπρότης: -ητος, ἡ,
1. φωτεινότητα, αίγλη, μεγαλοπρέπεια, σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., διακρίσεις, σε Θουκ.
2. μεγαλοπρεπής τρόπος, μεγαλείο της γλώσσας, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοδωρία, σε Δημ.
Middle Liddell
λαμπρότης, ητος, [from λαμπρός
1. brilliancy, splendour, Hdt., Attic: —in pl. distinctions, Thuc.
2. splendid conduct, munificence, Dem.
Chinese
原文音譯:lamprÒthj 藍普羅帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:發光 相當於: (הָדָר) (נׄגַהּ)
字義溯源:光亮,亮,光度,光輝;源自(λαμπρός)=明亮的,華麗的);而 (λαμπρός)出自(λαμπάς / ὑπολαμπάς)=燈), (λαμπάς / ὑπολαμπάς)又出自(ἐπιλάμπω / λάμπω)*=放光)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 光亮(1) 徒26:13
English (Woodhouse)
brightness, brilliancy, magnificence, pomp, splendor, splendour
Spanish
Translations
splendor
Bengali: রৌশনী; Breton: splannder; Bulgarian: блясък, великолепие, пищност; Czech: velkolepost, nádhera, honosnost, lesk; Dutch: pracht, grandeur; French: splendeur; German: Pracht; Greek: μεγαλείο, λαμπρότητα, χλιδή; Ancient Greek: ἀγλαΐα, ἀγλαΐη, αἴγλη, διαυγασμός, λαμπρότης, περιαυγασμός, τὸ λαμπρόν; Hebrew: פְּאֵר, הוֹד; Irish: breáichte, áilleacht; Italian: splendore; Latin: splendor, nitiditas, iubar, lux; Malayalam: തേജസ്സ്, കാന്തി; Maori: ahurei; Norwegian Bokmål: prakt; Nynorsk: prakt; Polish: splendor; Portuguese: esplendor; Romanian: splendoare; Russian: великолепие; Sanskrit: द्युम्न, तेजस्; Slovak: veľkoleposť, nádhera, honosnosť, lesk; Spanish: esplendor; Tocharian B: pernerñe, peñiyo; Ugaritic: 𐎅𐎄𐎗𐎚
magnificence
Catalan: magnificència; Finnish: suurenmoisuus; Greek: λαμπρότητα, μεγαλείο, μεγαλοπρέπεια; Ancient Greek: ἀγλαΐα, ἀγλαΐη, διαπρέπεια, δόξα, δόξις, λαμπρότης, μεγαλειότης, μεγαλοεργία, μεγαλομοιρία, μεγαλοπραγμοσύνη, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη, μεγαλοψυχία, παράστασις, περιφάνεια, σεμνότης, τὸ διαπρεπές, τὸ σεμνόν, ὑπερφύεια, φιλοτίμημα Latin: magnificentia; Malayalam: ഉജ്ജ്വലത; Maori: marutunatanga; Middle English: deynte; Portuguese: magnificência; Spanish: magnificencia