κακοφωνία

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοφωνία Medium diacritics: κακοφωνία Low diacritics: κακοφωνία Capitals: ΚΑΚΟΦΩΝΙΑ
Transliteration A: kakophōnía Transliteration B: kakophōnia Transliteration C: kakofonia Beta Code: kakofwni/a

English (LSJ)

ἡ, ill-sound, of a name, Str.13.2.4; cacophony, Demetr. Eloc.255, A.D.Conj.228.20; opp. εὐφωνία, Phld.Po.Herc.994.23: distinct from δυσφωνία, Gal.7.59.

German (Pape)

[Seite 1305] ἡ, üble Stimme, Mißklang; ἡ τοῦ ὀνόματος κακ. Strab. XIII p. 618; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κακοφωνία: ἡ, κακὸς ἦχος φωνῆς, ἐπὶ λέξεων κακοήχων, «Τύρταμος δ’ ἐκαλεῖτο ἔμπροσθεν ὁ Θεόφραστος, μετωνόμασε δ’ αὐτὸν ὁ Ἀριστοτέλης Θεόφραστον... φεύγων τὴν τοῦ προτέρου ὀνόματος κακοφωνίαν» Στράβ. 618· κακοηχία προερχομένη ἐκ τῆς τοποθετήσεως τῶν λέξεων ἐν τῷ λόγῳ, Δημήτρ. Φαληρ. 255 (Ρήτορ. (Walz) τ. 9. 106).

Greek Monolingual

η (AM κακοφωνία) κακόφωνος
κακή φωνή, κακή προφορά, χασμωδία, παρατονία, παραφωνία, φάλτσο, φαλτσάρισμα
αρχ.
1. (για κακόηχα ονόματα ή λέξεις) κακός ήχος φωνής, το να ηχεί κακώς, το να ακούγεται άσχημα, δυσάρεστα
2. κακοηχία που προέρχεται από τη θέση τών λέξεων στον λόγο.

Translations

cacophony

Chinese Mandarin: 不協和音/不协和音, 雜音/杂音; Danish: kakofoni; Dutch: kakofonie; Esperanto: malbelsoneco, malbonsoneco; Finnish: kakofonia; French: cacophonie; Galician: cacofonía; Georgian: კაკაფონია; German: Kakophonie, Kakofonie, Katzenmusik; Greek: κακοφωνία, τὸ κακόφωνον, τὸ δύσηχον; Gujarati: કર્કશોચ્ચાર; Hebrew: קקופוניה‎; Italian: cacofonia; Japanese: 不協和音; Macedonian: какофонија; Maori: pararētanga, matioke, tātākī; Norwegian Bokmål: kakofoni; Nynorsk: kakofoni; Persian: صدای گوشخراش‎; Polish: kakofonia; Portuguese: cacofonia; Romanian: cacofonie; Russian: какофония; Spanish: cacofonía; Swedish: kakofoni; Tagalog: dihunig; Volapük: mimusig; Welsh: amherseinedd