ναυσίπομπος

Revision as of 21:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, ship-wafting, αὔρα E.Ph.1712 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 232] Schiffe geleitend, αὔρα, die Schiffe entsendender, günstiger Wind, Eur. Phoen. 1706.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pousse les vaisseaux.
Étymologie: ναῦς, πέμπω.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσίπομπος: [ῐ], -ον, ἐνεργ. ὁ πέμπων, κινῶν τὸ πλοῖον, αὔρα Εὐρ. Φοιν. 1712.

Greek Monolingual

ναυσίπομπος, -ον (Α)
(για τον άνεμο) αυτός που κινεί το πλοίο, δηλ. ο ούριος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + πομπός (< πέμπω)].

Greek Monotonic

ναυσίπομπος: [ῐ], -ον, Ενεργ., αυτός που κινεί το πλοίο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ναυσίπομπος: (ῐ) движущий корабли или сопутствующий кораблям (αὔρα Eur.).

Middle Liddell

ναυσί-˘πομπος, ον
act. ship-wafting, Eur.