ούριος

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source

Greek Monolingual

(I)
και ούργιος, -α, -ο (ΑΜ οὔριος, -ία, -ον, Α θηλ. και -ος) ούρος (II)]
1. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει κατά τον διαμήκη άξονα του πλοίου με κατεύθυνση από την πρύμνη προς την πλώρη, ευνοϊκός
2. αυτός που έχει καλό, ευνοϊκό άνεμο («γένοιτο δὲ πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής», Σοφ.)
3. μτφ. α) αυτός που δημιουργεί προϋποθέσεις επιτυχίας, που οδηγεί σε αίσιο τέλος
β) πετυχημένος («πρᾱξιν οὐρίαν θέλων», Αισχύλ.)
4. φρ. «ούριο αβγό» και «οὔριον ᾠόν» — αβγό ακατάλληλο για επώαση
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) απερίσκεπτος, ελαφρόμυαλος
αρχ.
1. (ως προσωνυμία του Διός) αυτός που στέλνει ευνοϊκό άνεμο ή αυτός που οδηγεί σε αίσιο τέρμα («τὸ πᾶν μῆχαρ οὔριος Ζεύς», Αισχύλ.)
2. κωμικός χαρακτηρισμός τών φυσητήρων του χαλκουργού
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οὔρια
με ευνοϊκό άνεμο («ἔτι γὰρ νῦν οὔρια θεῖτε», Λυσ.)
4. φρ. «οὐρία πνοή» — ευνοϊκός άνεμος.
(II)
οὔριος, -ία, -ον (Α) [[[ούρον]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οὐρα.