ούριος

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

(I)
και ούργιος, -α, -ο (ΑΜ οὔριος, -ία, -ον, Α θηλ. και -ος) ούρος (II)]
1. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει κατά τον διαμήκη άξονα του πλοίου με κατεύθυνση από την πρύμνη προς την πλώρη, ευνοϊκός
2. αυτός που έχει καλό, ευνοϊκό άνεμο («γένοιτο δὲ πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής», Σοφ.)
3. μτφ. α) αυτός που δημιουργεί προϋποθέσεις επιτυχίας, που οδηγεί σε αίσιο τέλος
β) πετυχημένος («πρᾱξιν οὐρίαν θέλων», Αισχύλ.)
4. φρ. «ούριο αβγό» και «οὔριον ᾠόν» — αβγό ακατάλληλο για επώαση
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) απερίσκεπτος, ελαφρόμυαλος
αρχ.
1. (ως προσωνυμία του Διός) αυτός που στέλνει ευνοϊκό άνεμο ή αυτός που οδηγεί σε αίσιο τέρμα («τὸ πᾶν μῆχαρ οὔριος Ζεύς», Αισχύλ.)
2. κωμικός χαρακτηρισμός τών φυσητήρων του χαλκουργού
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οὔρια
με ευνοϊκό άνεμο («ἔτι γὰρ νῦν οὔρια θεῖτε», Λυσ.)
4. φρ. «οὐρία πνοή» — ευνοϊκός άνεμος.
(II)
οὔριος, -ία, -ον (Α) [[[ούρον]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οὐρα.