κατακάρφω
English (LSJ)
fut. -κάρψω, parch up, Hsch.:—Pass., wither, fall into the sere, A.Ag.80 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1352] einschrumpfen lassen, pass. vertrocknen, φυλλάδος ἤδη κατακαρφομένης Aesch. Ag. 80.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
κατακάρφω: (ἴδε κάρφω), ποιῶ τι ὡς κάρφος, μαραίνω ἢ ξηραίνω ἐντελῶς, ἀφανίζω, Ἡσύχ. - Παθ., ξηραίνομαι, πίπτω κάτω ξηρός, φυλλάδος κατακαρφομένης Αἰσχύλ. Ἀγ. 80.
Greek Monolingual
κατακάρφω (Α)
ξηραίνω, μαραίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κάρφω «αποξηραίνω»].