μισθοδοσία

Revision as of 21:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, payment of wages, Th.8.83, X.An.2.5.22 (pl.), etc.; τῶν ξένων D.S.16.73.

German (Pape)

[Seite 190] ἡ, das Lohngeben, Besolden; Thuc. 8, 83; Xen. An. 2, 5, 22; Pol. 1, 69, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
paiement d'une solde ; solde.
Étymologie: μισθοδότης.

Greek (Liddell-Scott)

μισθοδοσία: ἡ, ἡ πληρωμὴ τοῦ μισθοῦ, Θουκ. 8. 83, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 22, κ. ἀλλ.· τῶν ξένων Διόδ. 16. 73.

Greek Monolingual

η (Α μισθοδοσία) μισθοδότης
καταβολή μισθού, πληρωμή (α. «πίνακας μισθοδοσίας» β. «μισθοδοσία τῶν ξένων», Ξεν.)
νεοελλ.
το σύνολο τών μηνιαίων απολαβών εργαζόμενου προσώπου, απολαβές, μισθός, αποδοχές.

Greek Monotonic

μισθοδοσία: ἡ, καταβολή μισθού, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μισθοδοσία:выплата жалованья, оплата (τῶν ξένων Diod.): ἄρρωστος ἐς τὴν μισθοδοσίαν Thuc. задерживающий выплату жалованья.

Middle Liddell

μισθοδοσία, ἡ,
payment of wages, Thuc., Xen. [from μισθοδοτέω

English (Woodhouse)

payment of wages