κιθαρῳδία

Revision as of 21:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, = κιθαρῴδησις (singing to the cithara), Pl. Lg. 700d (pl.), Ion 533b.

German (Pape)

[Seite 1437] ἡ, dasselbe, neben κιθάρισις Plat. Ion 533 b, öfter, wie Folgde.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de chanter en s'accompagnant de la cithare.
Étymologie: κιθαρῳδός.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθᾰρῳδία: ἡ, = τῷ προηγ., Πλάτ. Νόμ. 700D, Ἴων 533Β.

Greek Monolingual

ἡ (Α κιθαρῳδία) κιθαρωδώ
κρούση της κιθάρας, κιθάρισμα με συνοδεία ωδής, άσματος.

Greek Monotonic

κῐθᾰρῳδία: ἡ, τραγούδι συνοδεία κιθάρας, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κῐθᾰρῳδία:пение под аккомпанемент кифары Plat., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιθαρῳδία -ας, ἡ [κιθαρῳδός] zang met begeleiding van citerspel.

Middle Liddell

κῐθᾰρῳδία, ἡ, [from κιθαρωδός]
a singing to the cithara, Plat.