οὐρανοπετής

Revision as of 21:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ές, fallen from heaven, δαίμονες Plu.2.83 of, cf. 870c.

German (Pape)

[Seite 417] ές, vom Himmel gefallen; δαίμονες, Empedocl. bei Plut. de vit. aer. al. 7; Symp. 2, 3, 3.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tombé du ciel.
Étymologie: οὐρανός, πίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνοπετής: -ές, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσών, Πλούτ. 2. 830Ε, κτλ. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. ἐν τ. Α΄, σελ. 278, 314.

Greek Monolingual

οὐρανοπετής, -ές (Α)
αυτός που έπεσε από τον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -πετής (< πέτομαι), πρβλ. υψι-πετής].

Russian (Dvoretsky)

οὐρᾰνοπετής: упавший с неба (δαίμονες Plut.).