μόνωψ
English (LSJ)
ωπος, ὁ, A = μόναπος, Ael.NA7.3. II v. foreg. 2.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ωπος (ὁ) :
taureau sauvage, bison, animal.
Étymologie: cf. μόναπος.
Greek (Liddell-Scott)
μόνωψ: -ωπος, = μόναπος, Αἰλ. π. Ζ. 7. 3.
Greek Monolingual
(I)
μόνωψ, -ωπος, ὁ (ΑΜ)
το ζώο μόναπος.
(II)
μόνωψ, -ωπος, ὁ (Α)
επίδεσμος για το ένα μάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὤψ, ὠπός «οφθαλμός» (πρβλ. αγλά-ωψ)].