μελανθέλαιον

Revision as of 21:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

τό, oil of μελάνθιον, Dsc.1.37 (marg.).

German (Pape)

[Seite 119] τό, Oel aus Melanthium, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
huile de nielle.
Étymologie: μελάνθιον, ἔλαιον.

Greek (Liddell-Scott)

μελανθέλαιον: τό, ἔλαιον τοῦ μελανθίου, Διοσκ. 1. 46, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.

Greek Monolingual

μελανθέλαιον, τὸ (Α)
το έλαιο του μελανθίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνθιον + ἔλαιον.