η, ον, Ep. for μέλινος (q.v.).
1η, ον :épq. c. μέλινος.2ος, ον :c. μείλιχος.
μείλινος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ μέλινος, ὃ ἴδε.
(μελίη): ashen. (Il.)see μέλινος.
μείλινος, -ίνη, -ον (Α)βλ. μέλινος (II).
μείλῐνος: Επικ. αντί μέλινος.
μείλινος: Eur. = μειλίχιος.μείλῐνος: эп. = μέλινος.