μολοχίτης
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
s.e. λίθος;
sorte de pierre précieuse.
Étymologie: μολόχιον.
Greek (Liddell-Scott)
μολοχίτης: λίθος, ὁ, εἶδος πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 36. [ῑ].
Greek Monolingual
μολοχίτης, ό ή μολοχῑτις, ἡ (Α)
φρ. «μολοχίτης λίθος» ή «μολοχῑτις λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου που έχει χρώμα μολόχας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολόχη + επίθημα -ίτης/ -ῖτις, που εμφανίζεται σε ονομασίες λίθων (πρβλ. ονυχ-ίτης, σιδηρ-ίτις)].