λυγκίον

Revision as of 22:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

τό, Dim. of λύγξ (A), Callix.2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit lynx, animal.
Étymologie: λύγξ¹.

Greek (Liddell-Scott)

λυγκίον: τό, ὑποκορ. τοῦ λύγξ, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 201C.

Greek Monolingual

λυγκίον, τὸ (Α) [[[λυγξ]] (I)]
μικρός σε ηλικία ή σε μέγεθος λύγκας.