κοναβίζω

Revision as of 22:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

= κοναβέω, περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς σμερδαλέον κονάβιζε Il.13.498, cf. 21.255; αὐτὰρ ὑπὸ χθὼν σμ. κον. ποδῶν 2.466, cf. Orph.H.38.9.

German (Pape)

[Seite 1480] = κοναβέω; σμερδαλέον κονάβιζε, vom Erze, Il. 13, 498. 21, 255; χθών 2, 466.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
c.
κοναβέω.
Étymologie: κόναβος.

Greek (Liddell-Scott)

κονᾰβίζω: κοναβέω, περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς σμερδαλέον κονάβιζε Ἰλ. Ν. 498, πρβλ. Φ. 255· αὐτὰρ ὑπὸ χθὼν σμ. κον. ποδῶν Ἰλ. Β. 466.

English (Autenrieth)

κοναβέω. (Il.)

Greek Monolingual

κοναβίζω (Α)
κοναβώ.

Greek Monotonic

κονᾰβίζω: = κοναβέω, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κοναβίζω: Hom. = κοναβέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοναβίζω [κόναβος] ep. imperf. κονάβιζε, kletteren.

Middle Liddell

κονᾰβίζω, = κοναβέω, Il.]