κοναβώ

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207

Greek Monolingual

κοναβῶ, -έω (Α)
1. (ιδίως για μεταλλικά σώματα) ηχώ, κροτώ, δημιουργώ κλαγγή
2. αντηχώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. και πιθ. ηχομιμητική. Το θ. της λ. (κονα-) συνδέεται πιθ. με τους τ. καναχή «θόρυβος, ήχος» και κόμπος «ήχος», ενώ το ληκτικό μόρφημα -βῶ / -έω συνδέεται άμεσα με το -βος, που απαντά συχνά σε λ. με σημ. «ήχος, κρότος, θόρυβος» (πρβλ. θόρυβος, φλοίσβος)].