μελῳδέω

Revision as of 22:47, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

chant, sing, Ar.Av.226, 1381, Th.99:—Pass., to be chanted, τὰ ῥηθέντα ἢ μελῳδηθέντα Pl.Lg.655d, cf. Chamael. ap. Ath. 14.620c; to be set to music, Cleanth. ap. Phld.Mus.p.98 K.; τὰ μελῳδούμενα διαστήματα used in music, Plu.2.1019a.

German (Pape)

[Seite 129] singen; Ar. Av. 227; pass., τὰ ῥηθέντα ἢ μελῳδηθέντα, Plat. Legg. II, 655 d; μελῳδηθῆναι οὐ μόνον τὰ Ὁμήρου ἀλλὰ καὶ τὰ Ἡσιόδου, Ath. XIV, 620 b; auch μελῳδοῦσιν αὐλοί, S. Emp. adv. mus. 18.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 chanter;
2 avoir en usage pour chanter : τὰ μελῳδούμενα διαστήματα PLUT les intervalles usités en musique.
Étymologie: μελῳδός.

Greek (Liddell-Scott)

μελῳδέω: ὡς καὶ νῦν, ᾄδω μελῳδικῶς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 226, 1382, Θεσμ. 99· - Παθ., ψάλλομαι, ψαλμῳδοῦμαι, τὰ ῥηθέντα ἢ μελῳδηθέντα Πλάτ. Νόμ. 655D, πρβλ. Ἀθήν. 620C· τὰ μελῳδούμενα διαστήματα, τὰ ἐν χρήσει ἐν τῇ μουσικῇ, Πλούτ. 2. 1019Α.

Greek Monotonic

μελῳδέω: τραγουδώ, ψάλλω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μελῳδέω: петь, распевать (παῦσαι μελῳδῶν Arph.). τὰ ῥηθέντα ἢ μελῳδηθέντα Plat. то, что говорится, или то, что поется; τὰ μελῳδούμενα διαστήματα Plut. музыкальные интервалы.

Middle Liddell

μελῳδέω,
to sing, chant, Ar. [from μελῳδός