νεκρών

Revision as of 22:52, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, burial-place, IG 5(2).176 (Tegea, ii B.C.), AP7.610 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 238] ῶνος, ὁ, Begräbnißort, Pallad. 146 (VII, 610).

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
tombeau, cimetière.
Étymologie: νεκρός.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρών: -ῶνος, ὁ, τόπος ταφῆς τῶν νεκρῶν, κοιμητήριον, Ἀνθ. Π. 7. 610.

Greek Monolingual

νεκρών, -ῶνος, ὁ (Α)
τόπος ταφής τών νεκρών, νεκροταφείο, κοιμητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. -ών, -ῶνος (πρβλ. μελισσ-ών, μηλ-ών)].

Greek Monotonic

νεκρών: -ῶνος, ὁ (νεκρός), τόπος ταφής των νεκρών, κοιμητήριο, νεκροταφείο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νεκρών: ῶνος ὁ место погребения, кладбище Anth.

Middle Liddell

νεκρών, ῶνος, ὁ, νεκρός
a burial-place, Anth.